- προέγγυος
- προέγγῠ-ος, ὁ, ἡ, [dialect] Dor. [full] πρώγγυος,A surety, Tab.Heracl.1.100, al., Schwyzer394(Acarnania, iv B.C.), Milet.3 No.138.39(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προέγγυος — και δωρ. τ. πρώγγυος, ὁ, ἡ, Α αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔγγυος «εγγυητής» (< ἐγγυῶ)] … Dictionary of Greek
προύγγυος — ον, Α αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής, προέγγυος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔγγυος «εγγυητής»] … Dictionary of Greek
πρώγγυος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. προέγγυος … Dictionary of Greek